Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καὶ γαῦρος

См. также в других словарях:

  • γαύρος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), που θυμίζει λίγο την οξιά. Επιστημονικά ονομάζεται κάρπινος ο βετουλοειδής. Έχει μέτριο ανάστημα και λείο, σκούρο γκρίζο φλοιό. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, μεγάλα, όπως της οξιάς, διπλά …   Dictionary of Greek

  • γάβρος ή γαύρος — Ψάρι τελεόστεο, γνωστό και ως αντζούγα, πολύ διαδεδομένο στη Μεσόγειο, στον Εύξεινο Πόντο, στη Βαλτική και στον Ατλαντικό, κατά μήκος των ακτών της Ευρώπης και στης βόρειας Αφρικής. Η επιστημονική ονομασία του είναι εγγραυλίς η εγκρασίχολη. Το… …   Dictionary of Greek

  • Άνδρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ανία, εγγονός του Απόλλωνα και της Κρέουσας, επώνυμος της νήσου Άνδρου, που του την έδωσε ο Ραδάμανθυς. Όταν οι κάτοικοι της Άνδρου επαναστάτησαν, μετανάστευσε στην Ίδη της Τροίας, όπου έχτισε την Άντανδρο. II Το… …   Dictionary of Greek

  • γάβρος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυλλήνης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • γκάουρ — (gaur).Μηρυκαστικό αρτιοδάκτυλο ζώο της οικογένειας των βοοειδών. Έχει ογκώδες κοντόχοντρο σώμα, κοντό λαιμό, πλατύ ρύγχος και ένα κύρτωμα στην αρχή της ράχης. Το γ. έχει ύψος περίπου 1,80 μ.· ο λαιμός του δεν έχει τράχηλο· το κεφάλι έχει δύο… …   Dictionary of Greek

  • Βαλέριος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Αντίας (Valerius Antias, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος χρονογράφος. Τα Χρονικά του (75 τόμοι) αναφέρονται στην ιστορία της Ρώμης από την κτίση της έως τον θάνατο του Σύλλα. Ο Τίτος Λίβιος και ο Πλούταρχος τον… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Οίτης (Υπάτης) — Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Εθνικού Δρυμού της Οίτης ιδρύθηκε το 1987 και στεγάζεται σε δύο κτίρια του οικιστικού συγκροτήματος της Μονής Αγάθωνος. Η μονή, που είχε χτιστεί γύρω στο 1400 από το μοναχό Αγάθωνα, χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο των …   Dictionary of Greek

  • χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι …   Dictionary of Greek

  • κάρπινος ή καρπίνος — (Carpinus). Γένος φυλλοβόλων δέντρων της οικογένειας των βετουλιδών, που περιλαμβάνει 35 40 είδη. Συναντάται σε δασώσεις περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Ένα από τα σημαντικότερα είδη είναι ο κ. ο βετουλοειδής, γνωστός… …   Dictionary of Greek

  • γηθέω — και γαθέω και γήθω (A) (AM γήθομαι) χαίρομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι ή κάνοντας κάτι αρχ. Ι. φρ. «γηθέω φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η ψυχή μου II. (η μτχ. παρακμ.) γεγηθώς 1. περιχαρής 2. χωρίς τιμωρία («ἦ καὶ γεγηθὼς… …   Dictionary of Greek

  • κορωνός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά των Λαπιθών Καινέα και ένας από τους Αργοναύτες. Σύμφωνα με την παράδοση, μαζί με τον Πείριθο, έδιωξαν τους Κενταύρους από το Πήλιο. Σκοτώθηκε από τον Ηρακλή. 2. Γιος του Απόλλωνα και της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»